- αυτεξούσιο(ν)
- το свобода, независимость, самостоятельность;
αυτεξούσιο(ν) της βουλήσεως — свобода воли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτεξούσιο(ν) της βουλήσεως — свобода воли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτεξουσιάζω — αὐτεξουσιάζω (AM) κάνω κάποιον αυτεξούσιο, του δίνω όλα τα δικαιώματα που δικαιούται … Dictionary of Greek
αζχαρισμός — Θεολογική σχολή του Ισλάμ, που ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της Αλ Άζχαρ, ο οποίος το 912 αποσπάστηκε από την πιο ουμανιστική σχολή των Μουταζιλιτών και υποστήριξε τις θέσεις του απόλυτου θεοκεντρισμού (κατά τον α., το θείο είναι αυτεξούσιο,… … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Ένωση — I (Evangelical Alliance). Εταιρεία που ιδρύθηκε στο Λονδίνο στα μέσα του 19ου αι., από προτεστάντες διάφορων θρησκευτικών προελεύσεων. Η βασική διδασκαλία της αποτελείται από εννέα σημεία, δύο από τα οποία (το δεύτερο αναγγέλλει το δικαίωμα και… … Dictionary of Greek
αυτεξούσιος — α, ο επίρρ. α αυτός που είναι κύριος του εαυτού του, που δε βρίσκεται στην εξουσία άλλου, ο ελεύθερος: Οι λαοί αγωνίζονται να γίνουν αυτεξούσιοι στον τόπο τους· το ουδ. ως ουσ., το αυτεξούσιο το δικαίωμα ή η ικανότητα να είναι κανείς αυτεξούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)